Μπήκε στην επιχείρηση αμούστακο παιδί και μαζί με τα αδέλφια του κατάφερε να δικαιώσει τους κόπους του πατέρα τους Παναγιώτη.
Ο Γιάννης Μαρλαφέκας γεννήθηκε και μεγάλωσε ουσιαστικά μέσα σε ένα εργοστάσιο. Μαζί με τον Κώστα και τον Πλάτωνα, τα δυο μικρότερα αδέλφια του, ακολουθούσαν κατά πόδας τον πατέρα τους, Παναγιώτη Μαρλαφέκα, έναν δαιμόνιο επιχειρηματία, που αποφάσισε να εγκαταλείψει την ορεινή Αρκαδία για να κυνηγήσει την τύχη του στην γεμάτη, περισσότερες ευκαιρίες, Πάτρα.
Από την πρώτη ημέρα που λειτούργησε η πρωτόλεια βιοτεχνία στην αχαϊκή πρωτεύουσα, τη δεκαετία του 60, μέχρι και τα χρόνια που η εταιρεία ΛΟΥΞ είχε εκσυγχρονιστεί στις νέες εγκαταστάσεις στο Κεφαλόβρυσο, τα τρία αδέλφια έμαθαν να ζουν μέσα στα αναψυκτικά.
Ο Πλάτωνας, ο μικρότερος γιος, μαθητής της Α΄ δημοτικού, σκαρφάλωνε χωρίς δεύτερη κουβέντα πάνω στα κλαρκ για να βοηθήσει κι αυτός στην μεταφορά των κιβωτίων. Σήμερα κατέχει το 33,3% της εταιρείας, και ασχολείται με το marketing. Ο Κώστας, ήταν ο μόνος που είχε μια έφεση στην ιατρική.
Επιχείρησε να αποσκιρτήσει από το οικογενειακό μανιφέστο – σπούδασε δυο χρόνια στη Σερβία - αλλά στο τέλος δήλωσε και αυτός «παρόν» στον πατέρα του, όταν δόθηκε το χρίσμα της διαδοχής. Σήμερα είναι ο «εγκέφαλος» των πωλήσεων. Ο μεγάλος αδελφός Γιάννης, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΛΟΥΞ Α.Ε., μοιράζεται το ίδιο ποσοστό με τα αδέλφια του και «τρέχει» την παραγωγή και τα οικονομικά.
«Το πιο δύσκολο είναι η μετάβαση στη δεύτερη γενιά», λέει ο Γιάννης Μαρλαφέκας, «εγώ και τα αδέλφια μου αποφασίσαμε να πάρουμε τη σκυτάλη από τον πατέρα μας και να περάσουμε την επιχείρηση στο επόμενο επίπεδο. Έπρεπε από την αρχή να πιάσουμε τον ταύρο από τα κέρατα και να κάνουμε πράξη το όραμά μας, να συνδέσουμε τον αναψυκτικό λουξ, ως το καλύτερο ελληνικό αναψυκτικό κάνοντας την υπέρβαση αντιμετωπίζοντας τις μεγάλες ανταγωνιστικές πολυεθνικές εταιρείες».
Ο Γιάννης Μαρλαφέκας, την μια μέρα πήρε το απολυτήριο από το στρατό, την επομένη είχε πάει στην εταιρεία. Ήταν μόλις 19 ετών. «Ήμουν κοντά στην επιχείρηση ακούγοντας και παίρνοντας τις εμπειρίες του πατέρα μου για να κάνουμε τις τομές που επέβαλλε η δεκαετία του 80», αποκαλύπτει σήμερα.
Και τα τρία αδέλφια έζησαν, λίγο έως πολύ, όλη σχεδόν την διαδρομή της οικογενειακής επιχείρησης. Γιατί πριν από το 1983, όταν μπήκε ο πρώτος γιος στην εταιρεία, προηγήθηκαν αγώνες, θυσίες, ρίσκα, διαμάχες και πολύ αγωνία, για να παραδώσει τα ηνία στους διαδόχους του. « Είναι ένα μεγάλο γλυκόπικρο ταξίδι στη θάλασσα των γεύσεων.
Ο πατέρας μου είχε πάθος και αγωνίστηκε. Ξεκίνησε από ένα χωριό της Αρκαδίας και κατάφερε να αφήσει μια σοβαρή παρακαταθήκη. Ο πατέρας μου Παναγιώτης, ξεκίνησε με μια πρωτόλεια βιοτεχνία στην Πάτρα, έχοντας να ανταγωνιστεί 11 βιοτέχνες. Ήταν η εποχή που δεν μας είχαν επισκεφτεί οι πολυεθνικές εταιρείες», θυμάται ο σημερινός πρόεδρος της ΛΟΥΞ.
Αυτό που δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσει, είναι οι ατελείωτες συζητήσεις στο σπίτι στις αρχές της δεκαετίας του 70, για την απόφαση του πατέρα του να επεκτείνει στη βιοτεχνία σε ιδιόκτητες εγκαταστάσεις έκτασης 2.500 τ.μ στο Κεφαλόβρυσο, μια περιοχή 7 χιλιόμετρα έξω από την Πάτρα, όπου εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε ούτε ρεύμα, ούτε τηλέφωνο.
Η μητέρα του Ιωάννα, στήριξε το φιλόδοξο σχέδιο του συζύγου της που πίστευε ότι το νερό του κεφαλόβρυσου θα απογειώσει την ποιότητα. «Το νερό του Κεφαλόβρυσου, χρησιμοποιείται στο 80% των προϊόντων μας. Όλα τα καλοκαίρια της παιδικής μας ηλικίας την περνούσαμε στο εργοστάσιο, θυμάμαι τα παλιά ξύλινα δοχεία, τα μπουκάλια που γέμιζαν με το χέρι… Δύσκολες εποχές. Θυμάμαι την παραγωγική δυσκολία να παράξεις κάποιες εκατοντάδες μπουκάλια την ημέρα. Σήμερα, μέσα σε μια ώρα, παράγουμε 18.000 μπουκάλια».
Ο ανελέητος πόλεμος με τους «μεγάλους»
Όταν ρωτούν τα αδέλφια, αν σκέφτηκαν ποτέ να πουλήσουν τη ΛΟΥΞ, θα δουν πρόσωπα συνοφρυωμένα. Λες και κάτι τους τσιμπά. «Δεν σκεφτήκαμε ποτέ να πουλήσουμε την ΛΟΥΞ. Η πρώτη γενιά, λένε για τις οικογενειακές επιχειρήσεις, φτιάχνει, η δεύτερη συντηρεί, και τρίτη την καταστρέφει. Δώσαμε τις βάσεις για την επόμενη γενιά… τουλάχιστον να τη συντηρήσει», απαντά ο Γιάννης Μαρλαφέκας, για τα σενάρια που κυκλοφορούν κατά καιρούς.
Και δεν μπλοφάρει. Θα ήταν ασέβεια των τριών γιων προς τον πατέρα, αν πουλούσαν την μεγαλύτερη αμιγώς ελληνική εταιρία στον κλάδο των αναψυκτικών και χυμών. Η οικογένεια σύρθηκε για πολλά χρόνια στα δικαστήρια για να πολεμήσει την «κατοχή» των πολυεθνικών στην ελληνική αγορά, άντεξε τις πιέσεις και σε βάθος χρόνου δικαιώθηκε.
Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι τα αδέλφια απέρριψαν τρεις φορές τις πιέσεις της Coca cola να εξαγοράσει τη ΛΟΥΞ. « Η φιλοσοφία μας είναι ξεκάθαρη : ανήσυχο πνεύμα, πάθος για ποιότητα και καινοτομία, έμφαση στον άνθρωπο, κοινωνική ευθύνη, ήθος και μέτρο. Όταν ανέλαβα τα ηνία», θυμάται ο Γιάννης Μαρλαφέκας , «ήταν μια μικρή εταιρεία με τζίρο 3 εκ. δραχμές. Το 2011 ο τζίρος της ΛΟΥΞ ξεπέρασε τα 22 εκ. ευρώ. Τότε δούλευαν 5 άτομα και σήμερα 90. Καταφέραμε να συνεχίσουμε την εξελικτική διαδικασία γεύσεων. Στηρίζουμε την ελληνική γη, τον πρωτογενή τομέα, για να δημιουργήσουμε παραδοσιακές ελληνικές γεύσεις»
Και οι τρεις ιδιοκτήτες θεωρούν ότι πίστεψαν στην πλαστική συσκευασία και ουσιαστικά έκαναν μια μικρή επανάσταση στη δυναστεία του γυαλιού. Εμπιστεύονται ελληνικά μυαλά στο τμήμα ανάπτυξης και δίνουν τα πάντα για να ικανοποιήσουν τον βασικό καταναλωτή της ΛΟΥΞ. «Το νεανικό κοινό. Θέλουμε να επιλέγουν μια ελληνική γεύση με ποιότητα.
Ο καταναλωτής μετά από καθημερινό βομβαρδισμό πληροφορίας, έχει κάνει την επιλογή του, σε γεύσεις που του ταιριάζουν. Και χαίρομαι που έχουμε καταφέρει να έχουμε οπαδούς - καταναλωτές», υποστηρίζει ο Πλάτωνας Μαρλαφέκας.
Μια οικογενειακή επιχείρηση, δεν μπορεί να αποτινάξει τον οικογενειακό χαρακτήρα και στις σχέσεις με τους εργαζομένους της. Όπως λέει ο Κώστας Μαρλαφέκας « ακόμη και την περίοδο των παχιών αγελάδων έπρεπε να θωρακίσουμε την εταιρεία με τα κατάλληλα εργαλεία για να αντέξει την κρίση και να δημιουργήσει το απόθεμα. Σε εμάς δεν δουλεύουν 90 απλοί άνθρωποι, αλλά 90 οικογένειες. Δεν είμαστε ούτε ανάλγητοι, ούτε ανήθικοι».
Και γι αυτό τα έχουν καταφέρει. Ο Γιάννης Μαρλαφέκας, ζει και αναπνέει για τη ΛΟΥΞ. Στον λιγοστό ελεύθερό του χρόνο, πάλι ζει οικογενειακά, χαλαρώνει οικογενειακά, ενώ από τα προϊόντα που παράγει, πίνει φανατικά βυσσινάδα. Και μαζί με τον Κώστα και τον Πλάτωνα, ονειρεύονται αλλά και σχεδιάζουν το μέλλον της Λουξ.
«Τα ιδανικά της ελληνικής φυλής, δεν έχουν χαθεί. Είναι δίπλα μας, στον καθημερινό άνθρωπο που συναντάμε και εργαζόμαστε μαζί του. Επιχειρούμε να συνδέσουμε τις δράσεις μας με διάφορους φορείς όπως τα Πανεπιστήμια. Θέλουμε να εξάγουμε την καινοτομία πολλών ελληνικών προϊόντων. Ζούμε στο καλύτερο οικόπεδο, πρέπει να είμαστε ευγνώμονες που γεννηθήκαμε σε αυτή τη χώρα».