Η αθηρωσκλήρυνση είναι η πάθηση του τοιχώματος των αρτηριών, που εξελίσσεται μέσα σε πολλές δεκαετίες. Τα πρώτα της ίχνη βρίσκονται στην παιδική ηλικία, ενώ οι περισσότεροι ενήλικοι έχουν σε κάποιο βαθμό αθηρωσκλήρυνση.
Εάν η εξέλιξή της είναι ραγδαία, όπως συμβαίνει σε μερικά άτομα με πολλούς παράγοντες κινδύνου (υπέρταση κ.ά.), μπορεί να εκδηλωθεί ή να αποβεί μοιραία γύρω στα 30 ή και νωρίτερα. Μπορεί όμως και να μην εκδηλωθεί ποτέ.
Η αθηρωσκλήρυνση δεν προσβάλλει όλες τις αρτηρίες του σώματος ομοιόμορφα, ούτε απλώνεται ομοιόμορφα σε κάθε αρτηρία που προσβάλλει. «Χτυπάει» εδώ κι εκεί, σχηματίζοντας μέσα στα τοιχώματα της αρτηρίας «πλάκες» αλλοιώσεων, που λέγονται αθηρωματικές πλάκες.
Μία αθηρωματική πλάκα μπορεί να μεγαλώσει προς τα μέσα, προς τον αυλό του αγγείου και να εμποδίσει τη ροή του αίματος και έτσι να προκαλέσει συμπτώματα και να γίνει αντιληπτή η πάθηση.
Οι σοβαρότερες και συχνότερες όμως επιπλοκές της αθηρωσκλήρυνσης, όπως τα οξέα στεφανιαία επεισόδια προκαλούνται με άλλο τρόπο. Το έμφραγμα προκαλείται όταν σπάσει η λεπτή επίστρωση ιστού που καλύπτει την αθηρωματική πλάκα προς τον αυλό του αγγείου.
Τότε το αίμα παράγει θρόμβο, όπως θα έκανε για μία πλήρη ρήξη όλου του τοιχώματος της αρτηρίας. Ο θρόμβος αυτός μπορεί να βουλώσει το αγγείο και να προκαλέσει το έμφραγμα ή αν η απόφραξη είναι μερική, να προκαλέσει ασταθή στηθάγχη.
Σήμερα ξέρουμε ότι οι πλάκες που είναι ευπαθείς στη ρήξη δεν είναι οι μεγάλες, που προκαλούν μεγάλη στένωση του αυλού και σταθερή στηθάγχη (όταν ο ασθενής καταβάλλει σωματική προσπάθεια).
Συχνά είναι μικρές και προκαλούν ελάχιστη ή και καθόλου στένωση που δεν ενοχλεί μέχρι να σπάσουν και να δημιουργήσουν μία επικίνδυνη ή και θανατηφόρα καρδιακή κρίση. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει εξέταση, που θα μας δείξει με αξιοπιστία ποιος θα πάθει έμφραγμα ή άλλο στεφανιαίο επεισόδιο.
Οι τρεις φάσεις της πάθησης, ανάπτυξη της αθηρωματικής πλάκας, ρήξη της και θρόμβωση, μπορεί να εξελίσσονται παράλληλα σε διαφορετικά σημεία στον ίδιο ασθενή. Η θεραπευτική προσπάθεια πρέπει να έχει στόχο τον έλεγχο και των τριών φάσεων σε κάθε ασθενή.
Ειδικότερα, πρέπει να αποσκοπεί στην αναστολή της εξέλιξης της αθηρωσκλήρυνσης, στην προστασία της πλάκας από τη ρήξη και στην προστασία από την επέκταση της θρόμβωσης. Σήμερα, και παρ’ όλο ότι οι επιστήμονες αγνοούν αρκετά γι’ αυτή τη μάστιγα του σύγχρονου ανθρώπου, υπάρχουν ήδη θεραπείες, που δρουν αποτελεσματικά.
Ερωτήσεις-απαντήσεις
Ποια είναι τα ύποπτα συμπτώματα;
Δυστυχώς, η αθηρωσκλήρυνση δεν προκαλεί κάποια ιδιαίτερα συμπτώματα μέχρι να παρατηρηθούν επιπλοκές της. Αυτές παρατηρούνται σε διάφορα όργανα του σώματός μας, όταν μειώνεται κατά πολύ η ροή του αίματος. Έτσι, για παράδειγμα στην καρδιά η αθηροσκλήρυνση προκαλεί συμπτώματα στηθάγχης, πόνου στο στήθος ή μπορεί να έχουμε προβλήματα στο βάδισμα λόγω της απόφραξης των αγγείων στα πόδια.
Πώς γίνεται η διάγνωση;
Ο γιατρός (αγγειολόγος) είναι σε θέση, ακούγοντας με το στηθοσκόπιό του εκεί όπου βρίσκονται κάποια μεγάλα αγγεία, να διαπιστώσει αν υπάρχει στένωση. Στην περίπτωση στένωσης ακούγεται ένα χαρακτηριστικό φύσημα που παράγεται από την απόφραξη του αγγείου. Η επιβεβαίωση γίνεται με υπερηχογραφικές εξετάσεις.
Τι μπορώ να κάνω για την προλάβω;
Οι κύριοι παράγοντες που προκαλούν την αθηρωσκλήρυνση είναι η διατροφή με πολλά λιπαρά και τροφές πλούσιες σε χοληστερόλη. Επίσης, προκαλείται από άλλες παθήσεις όπως η υπέρταση και ο διαβήτης. Σημαντικό ρόλο παίζουν βέβαια το κάπνισμα και η παχυσαρκία. Συνεπώς, η σωστή και ισορροπημένη διατροφή, σε συνδυασμό με άσκηση και σωστή αντιμετώπιση παθήσεων που συνυπάρχουν, επιβραδύνει την εξέλιξη της νόσου.
Ξέρετε ότι...
Το τσιγάρο επιδεινώνει την αθηρωσκλήρυνση. Μάλιστα, αυξάνει τις πιθανότητες ρήξης της αθηρωματικής πλάκας.
Τα θρομβολυτικά φάρμακα δεν είναι αποτελεσματικά στην ασταθή στηθάγχη. Ο λόγος είναι ότι η πάθηση δεν φράσσει πλήρως τις αρτηρίες.
Η χρήση της ασπιρίνης δρα προληπτικά. Όμως, αυξάνεται ο κίνδυνος αιμορραγιών και ειδικά γαστρορραγιών. Συμβουλευτείτε το γιατρό σας.
Πώς αναπτύσσεται ο θρόμβος
Αν κόψουμε εγκάρσια μία αρτηρία, θα δούμε ότι το τοίχωμά της αποτελείται από διάφορα στρώματα. Η φυσιολογική αρτηρία μπορεί να θεωρηθεί ένας σωλήνας με λεία μυϊκά κύτταρα και στο εσωτερικό της υπάρχει ένα στρώμα από κύτταρα, σαν «φόδρα», που ονομάζεται ενδοθήλιο. Η διάμετρος του αυλού της κάθε αρτηρίας μπορεί να αυξομειώνεται ανάλογα με τις ανάγκες του οργάνου στο οποίο στέλνει αίμα. Στην άσκηση, π.χ., οι μύες χρειάζονται περισσότερο αίμα και οι αρτηρίες που το μεταφέρουν αυξάνουν τη διάμετρό τους. Αυτό γίνεται με την παραγωγή διαφόρων ουσιών από τα κύτταρα του ενδοθηλίου των αγγείων.
Τα πρώτα στίγματα της αθηρωσκλήρυνσης, η αρχή δημιουργίας της αθηρωματικής πλάκας, προκαλούνται από τη συσσώρευση λιπιδίων κάτω από το ενδοθήλιο και μοιάζουν με κίτρινες γραμμώσεις. Δεν ξέρουμε τον ακριβή μηχανισμό με τον οποίο τα λίπη, δηλαδή η χοληστερόλη, εισέρχονται κάτω από το ενδοθήλιο και συσσωρεύονται.
Φαίνεται πως εδώ παίζουν ρόλο οι παράγοντες που αναφέρθηκαν παραπάνω, δηλαδή τα υψηλά επίπεδα χοληστερόλης στο αίμα, το κάπνισμα και η αύξηση της αρτηριακής πίεσης, οι οποίοι προκαλούν κάποιας μορφής «τραυματισμό» στο ενδοθήλιο. Αυτός ο τραυματισμός δίνει την ευχέρεια στη χοληστερόλη να «τρυπώσει» κάτω από το ενδοθήλιο και να δημιουργήσει τα πρώτα εμφανή σημάδια της αρτηριοσκλήρυνσης.
Στη συνέχεια και με την πάροδο των ετών αυξάνεται η συγκέντρωση των λιποειδών. Στα σημεία αυτά μαζεύονται και άλλα κύτταρα, εναποτίθεται και ασβέστιο, με αποτέλεσμα τη δημιουργία της αθηρωματικής πλάκας, η οποία προκαλεί στένωμα στην αρτηρία. Είναι φανερό ότι ένα τέτοιο στένωμα εμποδίζει την αρτηρία να τροφοδοτεί με αίμα τα διάφορα όργανα όπως η καρδιά, ο εγκέφαλος, τα πόδια κ.λπ.
Το «μπαλονάκι»
Η αγγειοπλαστική των στεφανιαίων αρτηριών, το λεγόμενο «μπαλονάκι», είναι μία θεραπευτική μέθοδος που σκοπό έχει να ανοίξει την αποφραγμένη στεφανιαία αρτηρία, αποκαθιστώντας τη ροή αίματος στο μυοκάρδιο. Η αγγειοπλαστική χρησιμοποιείται ως εναλλακτική λύση στη χειρουργική επέμβαση παράκαμψης των στεφανιαίων αρτηριών (by-pass). Είναι λιγότερο αιματηρή από το bypass, λιγότερο δαπανηρή, πιο σύντομη ενώ ο ασθενής επιστρέφει συνήθως στο σπίτι του την επόμενη ημέρα. Το κύριο μειονέκτημά της είναι ότι σε ποσοστό 20%-30% των ασθενών τους επόμενους 6 μήνες η αρτηρία ξανακλείνει. Αυτό αποκαλείται επαναστένωση.
Τα νέα stents που κυκλοφορούν με απελευθέρωση διαφόρων ουσιών μειώνουν θεαματικά την πιθανότητα επαναστένωσης. Η αγγειοπλαστική των στεφανιαίων αρτηριών εκτελείται σε μη επείγουσα βάση για τη θεραπεία των χρονίων στεφανιαίων στενώσεων και σε επείγουσα βάση για τη θεραπεία του οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου.
Πώς κυκλοφορεί το αίμα
Το αίμα για να φτάσει σε κάθε τμήμα του οργανισμού μας, ρέει μέσα σε ειδικούς σωλήνες που ονομάζονται αγγεία. Τα αγγεία τα οποία ξεκινούν από την καρδιά και κατευθύνονται προς την περιφέρεια, ονομάζονται αρτηρίες. Εκείνα τα οποία ακολουθούν αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή από την περιφέρεια προς την καρδιά, ονομάζονται φλέβες.
Γενικά στις αρτηρίες ρέει αίμα πλούσιο σε οξυγόνο και θρεπτικές ουσίες οι οποίες μεταφέρονται στους διαφόρους ιστούς του οργανισμού μας. Στις φλέβες συμβαίνει το αντίθετο, δηλαδή επαναφέρουν το αίμα από την περιφέρεια στην καρδιά, πλούσιο σε άχρηστα προϊόντα και διοξείδιο του άνθρακα. Τα άχρηστα προϊόντα κατόπιν απομακρύνονται μέσω των νεφρών, οι οποίοι έχουν ως αποστολή τους τη διήθηση (καθαρισμό) του αίματος, το δε διοξείδιο του άνθρακα απομακρύνεται από τους πνεύμονες με την αναπνοή.
Οι αρτηρίες, όταν φτάνουν στην περιφέρεια του ανθρώπινου σώματος, δηλαδή στους μύες, το δέρμα, σε όλα τα όργανα, διακλαδίζονται σε ολοένα μικρότερες αρτηρίες, ωσότου η διάμετρός τους γίνει μικροσκοπική. Σε αυτό το σημείο ακριβώς συντελείται η ανταλλαγή μεταξύ του αίματος και των κυττάρων. Τα μικροσκοπικά αυτά αγγεία ονομάζονται τριχοειδή και σχηματίζουν μέσα στα διάφορα όργανα και ιστούς ένα εκτεταμένο δίκτυο. Τα τριχοειδή συμβάλλουν σε μικρές φλέβες οι οποίες λίγο-λίγο ενώνονται ή μία με την άλλη σε όλο μεγαλύτερες φλέβες και επαναφέρουν το αίμα στην καρδιά.
Από την καρδιά ξεκινούν δύο μεγάλες αρτηρίες: η πνευμονική αρτηρία και η αορτή. Η πνευμονική αρτηρία έχει προορισμό να φέρει το αίμα στους πνεύμονες, για να αφήσει το διοξείδιο του άνθρακα και προσλάβει το οξυγόνο. Έπειτα το αίμα επιστρέφει στην καρδιά, περνώντας από τις πνευμονικές φλέβες. Αυτή είναι η μικρή κυκλοφορία του αίματος.
Η αορτή μεταφέρει το αίμα στο υπόλοιπο τμήμα του οργανισμού μας και οι πολυάριθμοι κλάδοι της σχηματίζουν το δίκτυο των τριχοειδών όλων των οργάνων. Το αίμα επιστρέφει και πάλι στην καρδιά περνώντας από τις φλέβες, οι οποίες ενώνονται σε δύο μεγάλους κλάδους, την άνω και κάτω κοίλη φλέβα πού εκβάλλουν στον δεξιό κόλπο. Είναι η λεγόμενη μεγάλη κυκλοφορία.
Πολύτιμες πληροφορίες αντλήθηκαν από www.incardiology.gr